Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἕρμα
ἕρμα
ἑρμίς
ἔρνος
ἔρξαν
ἔρξαν
ἔρξε
ἔρξω
ἔροιτο
ἔρος
ἑρπετός
ἑρπύζω
ἕρπω
ἐρράδαται
ἐρραίσθη
ἔρρεε
ἔρρεξε
ἔρρηξε
ἔρριγα
ἐρρίγησε
ἐρρίζωσε
View word page
ἑρπετός

[ἕρπω.]

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἑρπετός
Headword (normalized):
ἑρπετός
Headword (normalized/stripped):
ερπετος
IDX:
3967
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3968
Key:

Data

{'content': '<p>[ἕρπω.]</p>'}