Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἑρκίον
ἕρκος
ἕρμα
ἕρμα
ἑρμίς
ἔρνος
ἔρξαν
ἔρξαν
ἔρξε
ἔρξω
ἔροιτο
ἔρος
ἑρπετός
ἑρπύζω
ἕρπω
ἐρράδαται
ἐρραίσθη
ἔρρεε
ἔρρεξε
ἔρρηξε
ἔρριγα
View word page
ἔροιτο
3 sing. aor. opt. See εἴρομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔροιτο
Headword (normalized):
ἔροιτο
Headword (normalized/stripped):
εροιτο
IDX:
3965
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3966
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. opt. See εἴρομαι.</p>'}