Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔρισμα
ἐριστάφυλος
ἐρίτιμος
ἔριφος
ἑρκεῖος
ἑρκίον
ἕρκος
ἕρμα
ἕρμα
ἑρμίς
ἔρνος
ἔρξαν
ἔρξαν
ἔρξε
ἔρξω
ἔροιτο
ἔρος
ἑρπετός
ἑρπύζω
ἕρπω
ἐρράδαται
View word page
ἔρνος
τό.
ShortDef
a young sprout, shoot, scion
Debugging
Headword:
ἔρνος
Headword (normalized):
ἔρνος
Headword (normalized/stripped):
ερνος
IDX:
3960
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3961
Key:
Data
{'content': '<p>τό.</p>'}