Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔριπε
ἔρις
ἐρίσ̔σ̓ειε
ἐρισθενής
ἔρισμα
ἐριστάφυλος
ἐρίτιμος
ἔριφος
ἑρκεῖος
ἑρκίον
ἕρκος
ἕρμα
ἕρμα
ἑρμίς
ἔρνος
ἔρξαν
ἔρξαν
ἔρξε
ἔρξω
ἔροιτο
ἔρος
View word page
ἕρκος
τό.
ShortDef
a fence, hedge, wall
Debugging
Headword:
ἕρκος
Headword (normalized):
ἕρκος
Headword (normalized/stripped):
ερκος
IDX:
3956
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3957
Key:
Data
{'content': '<p>τό.</p>'}