Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
Ἐρινύς
ἐριούνης
ἐριούνιος
ἔριπε
ἔρις
ἐρίσ̔σ̓ειε
ἐρισθενής
ἔρισμα
ἐριστάφυλος
ἐρίτιμος
ἔριφος
ἑρκεῖος
ἑρκίον
ἕρκος
ἕρμα
ἕρμα
ἑρμίς
ἔρνος
ἔρξαν
ἔρξαν
ἔρξε
View word page
ἔριφος
-ου.
ShortDef
a young goat, kid
Debugging
Headword:
ἔριφος
Headword (normalized):
ἔριφος
Headword (normalized/stripped):
εριφος
IDX:
3953
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3954
Key:
Data
{'content': '<p>-ου.</p>'}