Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἀγαπάζω
ἀγαπάω
ἀγαπήνωρ
ἀγαπητός
ἀγάρροος
ἄγασθε
ἀγάσσατο
ἀγάστονος
ἀγαυός
ἀγγελία
ἀγγέλλω
ἄγγελος
ἄγγος
ἄγε
ἀγείρω
ἀγελαῖος
ἀγελείη
ἀγέλη
View word page
ἀγάστονος

-ον

[ἀγα- + στον-, στένω.]

ShortDef

much groaning, howling

Debugging

Headword:
ἀγάστονος
Headword (normalized):
ἀγάστονος
Headword (normalized/stripped):
αγαστονος
IDX:
38
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.39
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[ἀγα- + στον-, στένω.]</p>'}