Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔραζε
ἔραμαι
ἐραννός
ἔρανος
ἐρατεινός
ἐρατίζω
ἐρατός
ἐργάζομαι
ἔργαθε
ἔργνυμι
ἔργον
ἔργω
Ἔργω
ἔρδω
ἐρεβεννός
ἐρέβινθος
ἐρεείνω
ἐρέεσθαι
ἐρεθίζω
ἐρέθω
ἐρείδω
View word page
ἔργον
-ου, τό (ϝέργον)
[cf. (ϝ)έρδω.]
ShortDef
work
Debugging
Headword:
ἔργον
Headword (normalized):
ἔργον
Headword (normalized/stripped):
εργον
IDX:
3889
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3890
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, τό (ϝέργον)</p> <p>[cf. (ϝ)έρδω.]</p>'}