Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐπώχατο
ἐπῴχετο
ἐπάασθε
ἔραζε
ἔραμαι
ἐραννός
ἔρανος
ἐρατεινός
ἐρατίζω
ἐρατός
ἐργάζομαι
ἔργαθε
ἔργνυμι
ἔργον
ἔργω
Ἔργω
ἔρδω
ἐρεβεννός
ἐρέβινθος
ἐρεείνω
ἐρέεσθαι
View word page
ἐργάζομαι
[(ϝ)έργον.]
ShortDef
to work, labour
Debugging
Headword:
ἐργάζομαι
Headword (normalized):
ἐργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
εργαζομαι
IDX:
3886
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3887
Key:
Data
{'content': '<p>[(ϝ)έργον.]</p>'}