Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἔπρηξας
ἔπρησε
ἑπτά
ἑπταβόειος
ἑπτάετες
ἑπταπόδης
ἑπτάπυλος
ἔπταρε
ἔπτατο
ἕπταχα
ἔπτηξαν
ἐπτοίηθεν
ἐπύθοντο
ἕπομαι
ἕπω
ἐπώμοσε
ἐπώνυμος
ἐπῶρσε
ἐπῶρτο
ἐπώχατο
ἐπῴχετο
View word page
ἔπτηξαν

3 pl. aor. πτήσσω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔπτηξαν
Headword (normalized):
ἔπτηξαν
Headword (normalized/stripped):
επτηξαν
IDX:
3867
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3868
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. aor. πτήσσω.</p>'}