Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐπόρνυμι
ἐπορούω
ἔπορσον
ἔπος
ἐποτρύνω
ἐπουράνιος
ἐποχέω
ἐπόψεαι
ἔπραθον
ἔπρηξας
ἔπρησε
ἑπτά
ἑπταβόειος
ἑπτάετες
ἑπταπόδης
ἑπτάπυλος
ἔπταρε
ἔπτατο
ἕπταχα
ἔπτηξαν
ἐπτοίηθεν
View word page
ἔπρησε

3 sing. aor. πρήθω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔπρησε
Headword (normalized):
ἔπρησε
Headword (normalized/stripped):
επρησε
IDX:
3858
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3859
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. πρήθω.</p>'}