Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐποίσει
ἐποίχομαι
ἐπόμνυμι
ἐπομφάλιος
ἐποπίζομαι
ἐποπτάω
ἐποπτεύω
ἔπορε
ἐπορέγω
ἐπόρνυμι
ἐπορούω
ἔπορσον
ἔπος
ἐποτρύνω
ἐπουράνιος
ἐποχέω
ἐπόψεαι
ἔπραθον
ἔπρηξας
ἔπρησε
ἑπτά
View word page
ἐπορούω
[ἐπ-, ἐπι- 11.]
ShortDef
to rush violently at
Debugging
Headword:
ἐπορούω
Headword (normalized):
ἐπορούω
Headword (normalized/stripped):
επορουω
IDX:
3849
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3850
Key:
Data
{'content': '<p>[ἐπ-, ἐπι- 11.]</p>'}