Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐπλήσθη
ἔπνευσε
ἐποίσει
ἐποίχομαι
ἐπόμνυμι
ἐπομφάλιος
ἐποπίζομαι
ἐποπτάω
ἐποπτεύω
ἔπορε
ἐπορέγω
ἐπόρνυμι
ἐπορούω
ἔπορσον
ἔπος
ἐποτρύνω
ἐπουράνιος
ἐποχέω
ἐπόψεαι
ἔπραθον
ἔπρηξας
View word page
ἐπορέγω

[ἐπ-, ἐπι- 11.]

Aor. pple. mid. ἐπορεξάμενος.

ShortDef

to hold out to, give yet more

Debugging

Headword:
ἐπορέγω
Headword (normalized):
ἐπορέγω
Headword (normalized/stripped):
επορεγω
IDX:
3847
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3848
Key:

Data

{'content': '<p>[ἐπ-, ἐπι- 11.]</p> <p>Aor. pple. mid. ἐπορεξάμενος.</p>'}