Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔπληντο
ἐπλήσθη
ἔπνευσε
ἐποίσει
ἐποίχομαι
ἐπόμνυμι
ἐπομφάλιος
ἐποπίζομαι
ἐποπτάω
ἐποπτεύω
ἔπορε
ἐπορέγω
ἐπόρνυμι
ἐπορούω
ἔπορσον
ἔπος
ἐποτρύνω
ἐπουράνιος
ἐποχέω
ἐπόψεαι
ἔπραθον
View word page
ἔπορε
3 sing. aor. πόρω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔπορε
Headword (normalized):
ἔπορε
Headword (normalized/stripped):
επορε
IDX:
3846
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3847
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. πόρω.</p>'}