Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔπλετο
ἔπληντο
ἐπλήσθη
ἔπνευσε
ἐποίσει
ἐποίχομαι
ἐπόμνυμι
ἐπομφάλιος
ἐποπίζομαι
ἐποπτάω
ἐποπτεύω
ἔπορε
ἐπορέγω
ἐπόρνυμι
ἐπορούω
ἔπορσον
ἔπος
ἐποτρύνω
ἐπουράνιος
ἐποχέω
ἐπόψεαι
View word page
ἐποπτεύω
[ἐπ-, ἐπι- 14 + ὀπτεύω, fr. ὀπ-. See ὁράω.]
(διοπτεύω.)
3 sing. pa. iterative ἐποπτεύεσκε.
ShortDef
to look over, overlook, watch
Debugging
Headword:
ἐποπτεύω
Headword (normalized):
ἐποπτεύω
Headword (normalized/stripped):
εποπτευω
IDX:
3845
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3846
Key:
Data
{'content': '<p>[ἐπ-, ἐπι- 14 + ὀπτεύω, fr. ὀπ-. See ὁράω.]</p> <p>(διοπτεύω.)</p> <p>3 sing. pa. iterative ἐποπτεύεσκε.</p>'}