Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔπλεξε
ἔπλετο
ἔπληντο
ἐπλήσθη
ἔπνευσε
ἐποίσει
ἐποίχομαι
ἐπόμνυμι
ἐπομφάλιος
ἐποπίζομαι
ἐποπτάω
ἐποπτεύω
ἔπορε
ἐπορέγω
ἐπόρνυμι
ἐπορούω
ἔπορσον
ἔπος
ἐποτρύνω
ἐπουράνιος
ἐποχέω
View word page
ἐποπτάω
[ἐπ-, ἐπι- 1.]
To roast upon something indicated: ἐπώπτων ἔγκατα Od. 12.363.
ShortDef
to roast besides
Debugging
Headword:
ἐποπτάω
Headword (normalized):
ἐποπτάω
Headword (normalized/stripped):
εποπταω
IDX:
3844
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3845
Key:
Data
{'content': '<p>[ἐπ-, ἐπι- 1.]</p> <p>To roast upon something indicated: ἐπώπτων ἔγκατα Od. 12.363.</p>'}