Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐπιών
ἔπλεξε
ἔπλετο
ἔπληντο
ἐπλήσθη
ἔπνευσε
ἐποίσει
ἐποίχομαι
ἐπόμνυμι
ἐπομφάλιος
ἐποπίζομαι
ἐποπτάω
ἐποπτεύω
ἔπορε
ἐπορέγω
ἐπόρνυμι
ἐπορούω
ἔπορσον
ἔπος
ἐποτρύνω
ἐπουράνιος
View word page
ἐποπίζομαι

[ἐπ-, ἐπι- 5.]

To have regard for, respect, shrink from incurring: Διὸς μῆνιν Od. 5.146.

ShortDef

to regard with awe, to reverence

Debugging

Headword:
ἐποπίζομαι
Headword (normalized):
ἐποπίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εποπιζομαι
IDX:
3843
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3844
Key:

Data

{'content': '<p>[ἐπ-, ἐπι- 5.]</p> <p>To have regard for, respect, shrink from incurring: Διὸς μῆνιν Od. 5.146.</p>'}