Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐπιχθόνιος
ἐπιχράω
ἐπιχρίω
ἐπιψαύω
ἐπιωγαί
ἐπιών
ἔπλεξε
ἔπλετο
ἔπληντο
ἐπλήσθη
ἔπνευσε
ἐποίσει
ἐποίχομαι
ἐπόμνυμι
ἐπομφάλιος
ἐποπίζομαι
ἐποπτάω
ἐποπτεύω
ἔπορε
ἐπορέγω
ἐπόρνυμι
View word page
ἔπνευσε

3 sing. aor. πνέω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔπνευσε
Headword (normalized):
ἔπνευσε
Headword (normalized/stripped):
επνευσε
IDX:
3838
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3839
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. πνέω.</p>'}