Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐπιφροσύνη
ἐπίφρων
ἐπιχειρέω
ἐπιχέω
ἐπιχθόνιος
ἐπιχράω
ἐπιχρίω
ἐπιψαύω
ἐπιωγαί
ἐπιών
ἔπλεξε
ἔπλετο
ἔπληντο
ἐπλήσθη
ἔπνευσε
ἐποίσει
ἐποίχομαι
ἐπόμνυμι
ἐπομφάλιος
ἐποπίζομαι
ἐποπτάω
View word page
ἔπλεξε

3 sing. aor. πλέκω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔπλεξε
Headword (normalized):
ἔπλεξε
Headword (normalized/stripped):
επλεξε
IDX:
3834
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3835
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. πλέκω.</p>'}