Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀγάννιφος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἀγαπάζω
ἀγαπάω
ἀγαπήνωρ
ἀγαπητός
ἀγάρροος
ἄγασθε
ἀγάσσατο
ἀγάστονος
ἀγαυός
ἀγγελία
ἀγγέλλω
ἄγγελος
ἄγγος
ἄγε
ἀγείρω
ἀγελαῖος
ἀγελείη
View word page
ἀγάσσατο
3 sing. aor. ἄγαμαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀγάσσατο
Headword (normalized):
ἀγάσσατο
Headword (normalized/stripped):
αγασσατο
IDX:
37
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.38
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἄγαμαι.</p>'}