Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐπιρρέπω
ἐπιρρέω
ἐπιρρήσσω
ἐπιρρίπτω
ἐπίρροθος
ἐπιρρώομαι
ἐπίσκοπος
ἐπισκύζομαι
ἐπισκύνιον
ἐπισκύσσαιτο
ἐπισμυγερῶς
ἐπίσπαστος
ἐπισπεῖν
ἐπισπέρχω
ἐπισπέσθαι
ἐπισσείω
ἐπισεύω
ἐπίσσωτρον
ἐπισταδόν
ἐπίσταμαι
ἐπισταμένως
View word page
ἐπισμυγερῶς

[adv. fr. ἐπισμυγερός, fr. ἐπι- 19 + σμυγερός app. = μογερός, adj. fr. μόγος.]

ShortDef

miserably, sadly

Debugging

Headword:
ἐπισμυγερῶς
Headword (normalized):
ἐπισμυγερῶς
Headword (normalized/stripped):
επισμυγερως
IDX:
3774
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3775
Key:

Data

{'content': '<p>[adv. fr. ἐπισμυγερός, fr. ἐπι- 19 + σμυγερός app. = μογερός, adj. fr. μόγος.]</p>'}