Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀκόρητος
ἄκος
ἄκοσμος
ἀκοστέω
ἀκουάζομαι
ἀκουή
ἄκουρος
ἀκούω
ἀκράαντος
ἀκραής
ἄκρα
ἄκρητος
ἀκρίς
ἄκρις
ἀκριτόμυθος
ἄκριτος
ἀκριτόφυλλος
ἀκροκελαινιάω
ἀκρόκουος
ἄκρον
ἀκρόπολις
View word page
ἄκρα

-ης, ἡ

[fem. of ἄκρος as sb..]

ShortDef

a headland, foreland, cape

Debugging

Headword:
ἄκρα
Headword (normalized):
ἄκρα
Headword (normalized/stripped):
ακρα
IDX:
370
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.371
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[fem. of ἄκρος as sb..]</p>'}