Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐπικείσεται
ἐπικεκλιμένας
ἐπικέλλω
ἐπικέλομαι
ἐπικεράννυμι
ἐπικερτομέω
ἐπικεύθω
ἐπικίδνημι
ἐπικλείω
ἐπίκλησις
ἐπικλίνω
ἐπίκλοπος
ἐπικλύω
ἐπικλώθω
ἐπικόπτω
ἐπικουρέω
ἐπίκουρος
ἐπικόψων
ἐπικραίνω
ἐπικρατέω
ἐπικρατέως
View word page
ἐπικλίνω
[ἐπι- 18.]
Acc. pl. fem. pf. pple. pass. ἐπικεκλιμένας.
ShortDef
to put
Debugging
Headword:
ἐπικλίνω
Headword (normalized):
ἐπικλίνω
Headword (normalized/stripped):
επικλινω
IDX:
3687
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3688
Key:
Data
{'content': '<p>[ἐπι- 18.]</p> <p>Acc. pl. fem. pf. pple. pass. ἐπικεκλιμένας.</p>'}