Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐπικείρω
ἐπικείσεται
ἐπικεκλιμένας
ἐπικέλλω
ἐπικέλομαι
ἐπικεράννυμι
ἐπικερτομέω
ἐπικεύθω
ἐπικίδνημι
ἐπικλείω
ἐπίκλησις
ἐπικλίνω
ἐπίκλοπος
ἐπικλύω
ἐπικλώθω
ἐπικόπτω
ἐπικουρέω
ἐπίκουρος
ἐπικόψων
ἐπικραίνω
ἐπικρατέω
View word page
ἐπίκλησις

[ἐπι- 6 + κλη-, καλέω.]

ShortDef

a surname

Debugging

Headword:
ἐπίκλησις
Headword (normalized):
ἐπίκλησις
Headword (normalized/stripped):
επικλησις
IDX:
3686
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3687
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[ἐπι- 6 + κλη-, καλέω.]</p>'}