Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐπιθεῖναι
ἐπίθημα
ἐπιθήσω
ἐπίθοντο
ἐπιθρέξαντος
ἐπιθρῴσκω
ἐπιθύω
ἐπιίστωρ
ἐπικάρ
ἐπικάρσιος
ἐπίκειμαι
ἐπικείρω
ἐπικείσεται
ἐπικεκλιμένας
ἐπικέλλω
ἐπικέλομαι
ἐπικεράννυμι
ἐπικερτομέω
ἐπικεύθω
ἐπικίδνημι
ἐπικλείω
View word page
ἐπίκειμαι
[ἐπι- 12 18.]
3 sing. fut. ἐπικείσεται Il. 7.458.
ShortDef
lie on, to be closed, to lie nearby (off the coast of)
Debugging
Headword:
ἐπίκειμαι
Headword (normalized):
ἐπίκειμαι
Headword (normalized/stripped):
επικειμαι
IDX:
3675
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3676
Key:
Data
{'content': '<p>[ἐπι- 12 18.]</p> <p>3 sing. fut. ἐπικείσεται Il. 7.458.</p>'}