Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐπιθαρσύνω
ἐπιθεῖναι
ἐπίθημα
ἐπιθήσω
ἐπίθοντο
ἐπιθρέξαντος
ἐπιθρῴσκω
ἐπιθύω
ἐπιίστωρ
ἐπικάρ
ἐπικάρσιος
ἐπίκειμαι
ἐπικείρω
ἐπικείσεται
ἐπικεκλιμένας
ἐπικέλλω
ἐπικέλομαι
ἐπικεράννυμι
ἐπικερτομέω
ἐπικεύθω
ἐπικίδνημι
View word page
ἐπικάρσιος
-η, -ον
[ἐπικάρ.]
ShortDef
athwart, cross-wise, at an angle
Debugging
Headword:
ἐπικάρσιος
Headword (normalized):
ἐπικάρσιος
Headword (normalized/stripped):
επικαρσιος
IDX:
3674
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3675
Key:
Data
{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[ἐπικάρ.]</p>'}