Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔπιε
ἐπιείκελος
ἐπιεικής
ἐπιεικτός
ἐπιείσομαι
ἐπέλπομαι
ἐπιέννυμι
ἐπιέσσαμεν
ἐπιζάφελος
ἐπιζαφελῶς
ἐπίηλε
ἐπίηρα
ἐπιθαρσύνω
ἐπιθεῖναι
ἐπίθημα
ἐπιθήσω
ἐπίθοντο
ἐπιθρέξαντος
ἐπιθρῴσκω
ἐπιθύω
ἐπιίστωρ
View word page
ἐπίηλε
3 sing. aor. ἐπιάλλω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπίηλε
Headword (normalized):
ἐπίηλε
Headword (normalized/stripped):
επιηλε
IDX:
3662
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3663
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἐπιάλλω.</p>'}