Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄκοιτις
ἄκολος
ἀκομιστίη
ἀκοντίζω
ἀκοντιστής
ἀκοντιστύς
ἀκόρητος
ἄκος
ἄκοσμος
ἀκοστέω
ἀκουάζομαι
ἀκουή
ἄκουρος
ἀκούω
ἀκράαντος
ἀκραής
ἄκρα
ἄκρητος
ἀκρίς
ἄκρις
ἀκριτόμυθος
View word page
ἀκουάζομαι
[ἀκούω.]
ShortDef
to hearken
Debugging
Headword:
ἀκουάζομαι
Headword (normalized):
ἀκουάζομαι
Headword (normalized/stripped):
ακουαζομαι
IDX:
364
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.365
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀκούω.]</p>'}