Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐπιδέδρομε
ἐπιδέξιος
ἐπιδευής
ἐπιδεύομαι
ἐπιδέω
ἐπιδημεύω
ἐπιδήμιος
ἐπιδίδωμι
ἐπιδινέω
ἐπιδιφριάς
ἐπιδίφριος
ἐπιδόντα
ἐπιδοῦναι
ἐπίδρομος
ἐπιδώμεθα
ἐπιδωσόμεθα
ἔπιε
ἐπιείκελος
ἐπιεικής
ἐπιεικτός
ἐπιείσομαι
View word page
ἐπιδίφριος
[as ἐπιδιφριάς.]
(Put) on a chariot: εἰς ὅ κε δῶρα ἐπιδίφρια θήῃ (θείω) Od. 15.51, 75.
ShortDef
on the car
Debugging
Headword:
ἐπιδίφριος
Headword (normalized):
ἐπιδίφριος
Headword (normalized/stripped):
επιδιφριος
IDX:
3646
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3647
Key:
Data
{'content': '<p>[as ἐπιδιφριάς.]</p> <p>(Put) on a chariot: εἰς ὅ κε δῶρα ἐπιδίφρια θήῃ (θείω) Od. 15.51, 75.</p>'}