Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἄκμων
ἄκνηστις
ἀκοίτης
ἄκοιτις
ἄκολος
ἀκομιστίη
ἀκοντίζω
ἀκοντιστής
ἀκοντιστύς
ἀκόρητος
ἄκος
ἄκοσμος
ἀκοστέω
ἀκουάζομαι
ἀκουή
ἄκουρος
ἀκούω
ἀκράαντος
ἀκραής
ἄκρα
ἄκρητος
View word page
ἄκος
τό.
ShortDef
a cure, relief, remedy for
Debugging
Headword:
ἄκος
Headword (normalized):
ἄκος
Headword (normalized/stripped):
ακος
IDX:
361
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.362
Key:
Data
{'content': '<p>τό.</p>'}