Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐπῇρσε
ἐπῇσαν
ἐπήσκηται
ἐπητής
ἐπήτριμοι
ἐπητύς,
ἐπήφυσε
ἐπί
ἔπι
ἐπιάλλω
ἐπιάλμενος
ἐφανδάνω
ἐπιάχω
ἐπίβαθρον
ἐπιβαίνω
ἐπιβάλλω
ἐπιβάς
ἐπιβάσκω
ἐπιβήμεναι
ἐπιβήομεν
ἐπιβήσεαι
View word page
ἐπιάλμενος

aor. pple. ἐφάλλομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπιάλμενος
Headword (normalized):
ἐπιάλμενος
Headword (normalized/stripped):
επιαλμενος
IDX:
3608
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3609
Key:

Data

{'content': '<p>aor. pple. ἐφάλλομαι.</p>'}