Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἄγαμαι
ἄγαμος
ἀγάννιφος
ἀγανός
ἀγανοφροσύνη
ἀγανόφρων
ἀγαπάζω
ἀγαπάω
ἀγαπήνωρ
ἀγαπητός
ἀγάρροος
ἄγασθε
ἀγάσσατο
ἀγάστονος
ἀγαυός
ἀγγελία
ἀγγέλλω
ἄγγελος
ἄγγος
ἄγε
ἀγείρω
View word page
ἀγάρροος

[ἀγα- + (σ)ρο, ῥέω.]

ShortDef

strong-flowing, swift-flowing

Debugging

Headword:
ἀγάρροος
Headword (normalized):
ἀγάρροος
Headword (normalized/stripped):
αγαρροος
IDX:
35
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.36
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀγα- + (σ)ρο, ῥέω.]</p>'}