Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐπῆεν
ἐπηετανός
ἐπήϊε
ἐπήϊξα
ἐπήϊσαν
ἐπῆλθε
ἐπημοιβός
ἐπήν
ἐπῄνησαν
ἔπηξε
ἐπηπείλησε
ἐπηπύω
ἐπήρατος
ἐπήρετμος
ἐπηρεφής
ἐπήρκεσε
ἐπῇρσε
ἐπῇσαν
ἐπήσκηται
ἐπητής
ἐπήτριμοι
View word page
ἐπηπείλησε
3 sing. aor. ἐπαπειλέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐπηπείλησε
Headword (normalized):
ἐπηπείλησε
Headword (normalized/stripped):
επηπειλησε
IDX:
3592
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3593
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἐπαπειλέω.</p>'}