Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐπέφραδον
ἐπεφράσατο
ἐπεφράσθης
ἐπέχευε
ἐπέχραον
ἐπέχυντο
ἐπέχω
ἐπεῴκει
ἐπήβολος
ἐπήγαγον
ἐπηγκενίδες
ἐπῆεν
ἐπηετανός
ἐπήϊε
ἐπήϊξα
ἐπήϊσαν
ἐπῆλθε
ἐπημοιβός
ἐπήν
ἐπῄνησαν
ἔπηξε
View word page
ἐπηγκενίδες
αἱ
[app. ἐπ-, ἐπι- 1 + ἐνεγκέμεν. See φέρω.]
Dat. ἐπηγκενίδεσσι.
ShortDef
the long side-planks bolted to
Debugging
Headword:
ἐπηγκενίδες
Headword (normalized):
ἐπηγκενίδες
Headword (normalized/stripped):
επηγκενιδες
IDX:
3581
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3582
Key:
Data
{'content': '<p>αἱ</p> <p>[app. ἐπ-, ἐπι- 1 + ἐνεγκέμεν. See φέρω.]</p> <p>Dat. ἐπηγκενίδεσσι.</p>'}