Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐπερείδω
ἐπέρησα
ἐπέρριψαν
ἐπερρώσαντο
ἔπερσε
ἐπερύω
ἐπέρχομαι
ἔπεσαν
ἐπεσβολίη
ἐπεσβόλος
ἔπεσε
ἐπέσπον
ἐπέσσεται
ἐπέσσευε
ἐπέσσυται
ἐπέσσυτο
ἐπεστέψαντο
ἐπέστη
ἐπέσχον
ἐπέτειλας
ἐπετήσιος
View word page
ἔπεσε

3 sing. aor. πίπτω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἔπεσε
Headword (normalized):
ἔπεσε
Headword (normalized/stripped):
επεσε
IDX:
3554
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3555
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. πίπτω.</p>'}