Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀκλεής
ἀκλειῶς
ἄκληρος
ἀκμή
ἄκμηνος
ἀκμηνός
ἀκμής
ἀκμόθετον
ἄκμων
ἄκνηστις
ἀκοίτης
ἄκοιτις
ἄκολος
ἀκομιστίη
ἀκοντίζω
ἀκοντιστής
ἀκοντιστύς
ἀκόρητος
ἄκος
ἄκοσμος
ἀκοστέω
View word page
ἀκοίτης
-ου, ὁ
[ἀ-2 + κοῖτος.]
ShortDef
a bedfellow, spouse, husband
Debugging
Headword:
ἀκοίτης
Headword (normalized):
ἀκοίτης
Headword (normalized/stripped):
ακοιτης
IDX:
353
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.354
Key:
Data
{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[ἀ-2 + κοῖτος.]</p>'}