Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐπελθών
ἐπεμάσσατο
ἐπεμβαίνω
ἐπεμήνατο
ἐπέμυξαν
ἔπεμψε
ἐπένεικα
ἐπένειμε
ἐπενήνοθε
ἐπεντανύω
ἐπεντύ͂νω
ἐπεντύω
ἐπέοικε
ἐπεπήγει
ἐπέπιθμεν
ἐπέπληγον
ἐπέπλως
ἐπεποίθει
ἐπεπόνθει
ἐπέπταρε
ἐπέπτατο
View word page
ἐπεντύ͂νω

[ἐπ-, ἐπι- 5.]

3 pl. aor. subj. mid. ἐπεντύ͂νονται.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐπεντύ͂νω
Headword (normalized):
ἐπεντύ͂νω
Headword (normalized/stripped):
επεντυνω
IDX:
3531
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3532
Key:

Data

{'content': '<p>[ἐπ-, ἐπι- 5.]</p> <p>3 pl. aor. subj. mid. ἐπεντύ͂νονται.</p>'}