Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐπεκραίαινε
ἐπέλαμψε
ἐπέλασσα
ἐπελαύνω
ἐπελεύσεσθαι
ἐπελήλατο
ἐπελήλυθα
ἐπέλησε
ἐπελθών
ἐπεμάσσατο
ἐπεμβαίνω
ἐπεμήνατο
ἐπέμυξαν
ἔπεμψε
ἐπένεικα
ἐπένειμε
ἐπενήνοθε
ἐπεντανύω
ἐπεντύ͂νω
ἐπεντύω
ἐπέοικε
View word page
ἐπεμβαίνω
[ἐπ-, ἐπι- 12 + ἐμ-, ἐν- 3.]
Pf. pple. ἐπεμβεβαώς.
ShortDef
to step on
Debugging
Headword:
ἐπεμβαίνω
Headword (normalized):
ἐπεμβαίνω
Headword (normalized/stripped):
επεμβαινω
IDX:
3523
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3524
Key:
Data
{'content': '<p>[ἐπ-, ἐπι- 12 + ἐμ-, ἐν- 3.]</p> <p>Pf. pple. ἐπεμβεβαώς.</p>'}