Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀκήρατος
ἀκήριος
ἀκήριος
ἀκηχέδαται
ἀκηχεμένη
ἀκιδνός
ἄκικυς
ἀκίχητος
ἄκλαυτος
ἀκλεής
ἀκλειῶς
ἄκληρος
ἀκμή
ἄκμηνος
ἀκμηνός
ἀκμής
ἀκμόθετον
ἄκμων
ἄκνηστις
ἀκοίτης
ἄκοιτις
View word page
ἀκλειῶς
[adv. fr. ἀκλεής. Doubtless for ἀκλεεῶς.]
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀκλειῶς
Headword (normalized):
ἀκλειῶς
Headword (normalized/stripped):
ακλειως
IDX:
344
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.345
Key:
Data
{'content': '<p>[adv. fr. ἀκλεής. Doubtless for ἀκλεεῶς.]</p>'}