Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐξίημι
ἐξιθύνω
ἐξικνέομαι
ἐξίμεναι
ἐξίσχω
ἔξιτε
ἐξοίσουσι
ἐξοιχνέω
ἐξοίχομαι
ἐξόλλυμι
ἐξονομαίνω
ἐξονομακλήδην
ἐξόπιθε
ἐξοπίσω
ἐξορμάω
ἐξοφέλλω
ἔξοχος
ἐξυπανίστημι
ἔξω
ἕξω
ἕο
View word page
ἐξονομαίνω
[ἐξ- 9.]
2 sing. aor. subj. ἐξονομήνῃς Il. 3.166.
Infin. ἐξονομῆναι Od. 7.66.
ShortDef
to name, speak of by name
Debugging
Headword:
ἐξονομαίνω
Headword (normalized):
ἐξονομαίνω
Headword (normalized/stripped):
εξονομαινω
IDX:
3418
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3419
Key:
Data
{'content': '<p>[ἐξ- 9.]</p> <p>2 sing. aor. subj. ἐξονομήνῃς Il. 3.166.</p> <p>Infin. ἐξονομῆναι Od. 7.66.</p>'}