Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐξηράνθη
ἐξήρατο
ἐξήρπαξε
ἑξῆς
ἔξιδεν
ἐξιέναι
ἐξίημι
ἐξιθύνω
ἐξικνέομαι
ἐξίμεναι
ἐξίσχω
ἔξιτε
ἐξοίσουσι
ἐξοιχνέω
ἐξοίχομαι
ἐξόλλυμι
ἐξονομαίνω
ἐξονομακλήδην
ἐξόπιθε
ἐξοπίσω
ἐξορμάω
View word page
ἐξίσχω
[ἐξ- 1.]
To hold or keep outside: ἔξω ἐξίσχει κεφαλὰς βερέθρου Od. 12.94.
ShortDef
to put forth
Debugging
Headword:
ἐξίσχω
Headword (normalized):
ἐξίσχω
Headword (normalized/stripped):
εξισχω
IDX:
3412
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3413
Key:
Data
{'content': '<p>[ἐξ- 1.]</p> <p>To hold or keep outside: ἔξω ἐξίσχει κεφαλὰς βερέθρου Od. 12.94.</p>'}