Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀκήδεστος
ἀκηδέστως
ἀκηδέω
ἀκηδής
ἀκήλητος
ἀκήν
ἀκηράσιος
ἀκήρατος
ἀκήριος
ἀκήριος
ἀκηχέδαται
ἀκηχεμένη
ἀκιδνός
ἄκικυς
ἀκίχητος
ἄκλαυτος
ἀκλεής
ἀκλειῶς
ἄκληρος
ἀκμή
ἄκμηνος
View word page
ἀκηχέδαται

3 pl. pf. pass. ἀκαχέω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀκηχέδαται
Headword (normalized):
ἀκηχέδαται
Headword (normalized/stripped):
ακηχεδαται
IDX:
337
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.338
Key:

Data

{'content': '<p>3 pl. pf. pass. ἀκαχέω.</p>'}