Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔξελε
ἐξελθεῖν
ἐξέλκω
ἔξελον
ἐξελύθη
ἐξέμεναι
ἐξεμέω
ἐξεναρίζω
ἐξεπέρησε
ἐξεπράθομεν
ἐξέπτυσε
ἐξερεείνω
ἐξερείπω
ἐξερέω
ἐξερέω
ἐξερίπῃ
ἐξέρρηξε
ἐξερύω
ἐξέρχομαι
ἐξερωέω
ἐξεσάωσε
View word page
ἐξέπτυσε
3 sing. aor. ἐκπτύω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐξέπτυσε
Headword (normalized):
ἐξέπτυσε
Headword (normalized/stripped):
εξεπτυσε
IDX:
3363
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3364
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἐκπτύω.</p>'}