Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐξελαύνω
ἔξελε
ἐξελθεῖν
ἐξέλκω
ἔξελον
ἐξελύθη
ἐξέμεναι
ἐξεμέω
ἐξεναρίζω
ἐξεπέρησε
ἐξεπράθομεν
ἐξέπτυσε
ἐξερεείνω
ἐξερείπω
ἐξερέω
ἐξερέω
ἐξερίπῃ
ἐξέρρηξε
ἐξερύω
ἐξέρχομαι
ἐξερωέω
View word page
ἐξεπράθομεν
1 pl. aor. ἐκπέρθω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐξεπράθομεν
Headword (normalized):
ἐξεπράθομεν
Headword (normalized/stripped):
εξεπραθομεν
IDX:
3362
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3363
Key:
Data
{'content': '<p>1 pl. aor. ἐκπέρθω.</p>'}