Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἐξελάθοντο
ἐξελαύνω
ἔξελε
ἐξελθεῖν
ἐξέλκω
ἔξελον
ἐξελύθη
ἐξέμεναι
ἐξεμέω
ἐξεναρίζω
ἐξεπέρησε
ἐξεπράθομεν
ἐξέπτυσε
ἐξερεείνω
ἐξερείπω
ἐξερέω
ἐξερέω
ἐξερίπῃ
ἐξέρρηξε
ἐξερύω
ἐξέρχομαι
View word page
ἐξεπέρησε

3 sing. aor. ἐκπεράω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἐξεπέρησε
Headword (normalized):
ἐξεπέρησε
Headword (normalized/stripped):
εξεπερησε
IDX:
3361
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3362
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ἐκπεράω.</p>'}