Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐξεκυλίσθη
ἐξελάαν
ἐξελάθοντο
ἐξελαύνω
ἔξελε
ἐξελθεῖν
ἐξέλκω
ἔξελον
ἐξελύθη
ἐξέμεναι
ἐξεμέω
ἐξεναρίζω
ἐξεπέρησε
ἐξεπράθομεν
ἐξέπτυσε
ἐξερεείνω
ἐξερείπω
ἐξερέω
ἐξερέω
ἐξερίπῃ
ἐξέρρηξε
View word page
ἐξεμέω
[ἐξ- 1 + ἐμέω.]
3 sing. aor. opt. ἐξεμέσειε.
ShortDef
to vomit forth, disgorge
Debugging
Headword:
ἐξεμέω
Headword (normalized):
ἐξεμέω
Headword (normalized/stripped):
εξεμεω
IDX:
3359
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3360
Key:
Data
{'content': '<p>[ἐξ- 1 + ἐμέω.]</p> <p>3 sing. aor. opt. ἐξεμέσειε.</p>'}