Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀκεστός
ἀκέων
ἀκήδεστος
ἀκηδέστως
ἀκηδέω
ἀκηδής
ἀκήλητος
ἀκήν
ἀκηράσιος
ἀκήρατος
ἀκήριος
ἀκήριος
ἀκηχέδαται
ἀκηχεμένη
ἀκιδνός
ἄκικυς
ἀκίχητος
ἄκλαυτος
ἀκλεής
ἀκλειῶς
ἄκληρος
View word page
ἀκήριος
[ἀ-1 + κήρ.]
Unharmed Od. 12.98, Od. 23.328.
ShortDef
unharmed, harmless
without heart: lifeless, heartless
Debugging
Headword:
ἀκήριος
Headword (normalized):
ἀκήριος
Headword (normalized/stripped):
ακηριος
IDX:
335
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.336
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀ-1 + κήρ.]</p> <p>Unharmed Od. 12.98, Od. 23.328.</p>'}