Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἔξεισθα
ἐξεκέχυντο
ἐξέκλεψε
ἐξεκυλίσθη
ἐξελάαν
ἐξελάθοντο
ἐξελαύνω
ἔξελε
ἐξελθεῖν
ἐξέλκω
ἔξελον
ἐξελύθη
ἐξέμεναι
ἐξεμέω
ἐξεναρίζω
ἐξεπέρησε
ἐξεπράθομεν
ἐξέπτυσε
ἐξερεείνω
ἐξερείπω
ἐξερέω
View word page
ἔξελον
3 pl. aor. ἐξαιρέω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἔξελον
Headword (normalized):
ἔξελον
Headword (normalized/stripped):
εξελον
IDX:
3356
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3357
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. ἐξαιρέω.</p>'}