Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐξείνισσα
ἐξεῖπον
ἐξείρομαι
ἐξείρυσε
ἐξείρω
ἔξεισθα
ἐξεκέχυντο
ἐξέκλεψε
ἐξεκυλίσθη
ἐξελάαν
ἐξελάθοντο
ἐξελαύνω
ἔξελε
ἐξελθεῖν
ἐξέλκω
ἔξελον
ἐξελύθη
ἐξέμεναι
ἐξεμέω
ἐξεναρίζω
ἐξεπέρησε
View word page
ἐξελάθοντο
3 pl. aor. mid. ἐκλανθάνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐξελάθοντο
Headword (normalized):
ἐξελάθοντο
Headword (normalized/stripped):
εξελαθοντο
IDX:
3351
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3352
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. aor. mid. ἐκλανθάνω.</p>'}