Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἑξείης
ἐξείλετο
ἔξειμι
ἐξείνισσα
ἐξεῖπον
ἐξείρομαι
ἐξείρυσε
ἐξείρω
ἔξεισθα
ἐξεκέχυντο
ἐξέκλεψε
ἐξεκυλίσθη
ἐξελάαν
ἐξελάθοντο
ἐξελαύνω
ἔξελε
ἐξελθεῖν
ἐξέλκω
ἔξελον
ἐξελύθη
ἐξέμεναι
View word page
ἐξέκλεψε
3 sing. aor. ἐκκλέπτω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐξέκλεψε
Headword (normalized):
ἐξέκλεψε
Headword (normalized/stripped):
εξεκλεψε
IDX:
3348
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3349
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ἐκκλέπτω.</p>'}