Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἐξάψας
ἐξεγένοντο
ἐξέθορε
ἐξείδω
ἑξείης
ἐξείλετο
ἔξειμι
ἐξείνισσα
ἐξεῖπον
ἐξείρομαι
ἐξείρυσε
ἐξείρω
ἔξεισθα
ἐξεκέχυντο
ἐξέκλεψε
ἐξεκυλίσθη
ἐξελάαν
ἐξελάθοντο
ἐξελαύνω
ἔξελε
ἐξελθεῖν
View word page
ἐξείρυσε
ἐξείρυσσαν
3 sing. and pl. aor. ἐξερύω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἐξείρυσε
Headword (normalized):
ἐξείρυσε
Headword (normalized/stripped):
εξειρυσε
IDX:
3344
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.3345
Key:
Data
{'content': '<p>ἐξείρυσσαν</p> <p>3 sing. and pl. aor. ἐξερύω.</p>'}